ἐπάρματα

ἐπάρματα
ἔπαρμα
something raised
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσοωκεάνιες ράχες — Επάρματα του βυθού των ωκεανών που φέρουν τη μορφή υποβρύχιων οροσειρών. Η παρουσία τους οφείλεται σε διάπυρο υλικό, το οποίο εξέρχεται από το εσωτερικό της Γης και στερεοποιείται στον πυθμένα τους. Η κατηγοριοποίηση αυτών των ραχών συντελείται… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… …   Dictionary of Greek

  • κατακροτισμός — ο ανωμαλία τού σφυγμού κατά την οποία σχηματίζονται ένα ή περισσότερα επάρματα στην κατιούσα γραμμή τού σφυγμομετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. catacrotisme < cata (πρβλ. κατα ) + crotisme < κρότος] …   Dictionary of Greek

  • λευκοπλακία — Πάθηση των βλεννογόνων αδένων κατά την οποία παρουσιάζονται λευκά ακανόνιστα επάρματα (λεκέδες, πλάκες), κυρίως στον βλεννογόνο του στόματος ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μπορεί να οφείλονται σε υπερκεράτωση λόγω χρόνιου ερεθισμού ή να… …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα …   Dictionary of Greek

  • τρίκροτος — η, ο / τρίκροτος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία 2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να… …   Dictionary of Greek

  • φωτομεταλλογραφία — η, Ν (τυπογρ.) φωτομηχανική διεργασία κατά την οποία χρησιμοποιείται πλάκα ψευδαργύρου ή αλουμινίου πάνω στην οποία η προς μελάνωση επιφάνεια δεν παρουσιάζει ούτε εσοχές ούτε επάρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photometallographie] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”